jean
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- jean < μέση αγγλική Gene (Γένοβα) < παλαιά γαλλική Janne. Από τη γαλλική Bleu de Gênes (μπλε της Γένοβας), που αναφερόταν στη βαφή μπλε χρώματος που φτιαχνόταν στη Γένοβα, για το χρωματισμό υφασμάτων που κατασκευάζονταν στη Νιμ (γαλλικά Nîmes → de Nîmes [= από τη Νιμ] → αγγλικά denim [= ντένιμ]).
Προφορά
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
jean | jeans |
jean (en)
Παράγωγα
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
jean | jeans |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαjean (fr) αρσενικό