jean
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- jean < μέση αγγλική Gene (=Γένοβα) < παλαιά γαλλικά Janne (=Γένοβα) < μεσαιωνική λατινική Janua (=Γένοβα) (από τη φράση fustian from Genoa=κοτλέ (χοντρό βαμβακερό ύφασμα) της Γένοβας)
jean (en)
- τζιν (το ύφασμα)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
jean (en)
- που είναι φτιαγμένος από τζιν
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
jean (fr)
- το τζιν