Γένοβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γένοβα | οι | Γένοβες |
γενική | της | Γένοβας | — | |
αιτιατική | τη | Γένοβα | τις | Γένοβες |
κλητική | Γένοβα | Γένοβες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γένοβα < (άμεσο δάνειο) ιταλική Genoa < Genova
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓένοβα, ή Τζένοβα, ή Γένουα θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Γένοβα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Γένοβα
|