↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κύμβαλο τα κύμβαλα
      γενική του κυμβάλου
κύμβαλου
των κυμβάλων
    αιτιατική το κύμβαλο τα κύμβαλα
     κλητική κύμβαλο κύμβαλα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
κύμβαλο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κύμβαλο < αρχαία ελληνική κύμβαλον < κύμβος / κύμβη

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈciɱ.va.lo/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κύμβαλο ουδέτερο

Εκφράσεις

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία