Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dish dishes

dish (en)

  1. το πιάτο, ένα δοχείο για το μαγείρεμα ή το σερβίρισμα του φαγητού
    ⮡  a deep/shallow dish - βαθύ/ρηχό πιάτο
  2. (μόνο πληθυντικός) τα πιάτα και τα ποτήρια, κουτάλια κτλ. που έχουν χρησιμοποιηθεί για γεύμα και πρέπει να πλυθούν
    ⮡  It's my turn to wash the dishes.
    Είναι σειρά μου να πλύνω τα πιάτα.
    ⮡  I picked up the dishes to clear the table.
    Σήκωσα τα πιάτα για να καθαρίσω το τραπέζι.
  3. το πιάτο, το φαγητό
    ⮡  For the first dish we ordered soup.
    Για πρώτο πιάτο παραγγείλαμε σούπα.
    ⮡  Octopus with potatoes is a very popular dish on the island where my parents live.
    Το χταπόδι με πατάτες είναι πολύ δημοφιλές πιάτο στο νησί που ζουν οι γονείς μου.
  4. το δορυφορικό πιάτο
  5. (αργκό) νεαρή ελκυστική γυναίκα (ή και άντρας)