Δείτε επίσης: χελώνα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χελώνη αἱ χελῶναι
      γενική τῆς χελώνης τῶν χελωνῶν
      δοτική τῇ χελών ταῖς χελώναις
    αιτιατική τὴν χελώνην τὰς χελώνᾱς
     κλητική ! χελώνη χελῶναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χελών
γεν-δοτ τοῖν  χελώναιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χελώνη < συγγενής με το χέλυς, αιολικός τύπος : χελύνα, με το χέλειον + -ώνη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χελώνη θηλυκό

  1. (ζωολογία) η χελώνα
    ⮡  χελώνη χερσαία, χελώνη θαλασσία
  2. το όστρακο της χελώνας
  3. (μουσικό όργανο) η λύρα (επειδή πρωτοκατασκευάστηκε με όστρακο χελώνας)
 
Ασημένια δραχμή της Αίγινας, περίπου 404-340 πκε με χερσαία χελώνη στον εμπροσθότυπο. Οπισθότυπος: ΑΙΤ (ΑΙΓ[ΙΝΑΤΟΝ], των Αιγινητών) και δελφίνι.
  1. (νόμισμα) νόμισμα της Αίγινας με χελώνα στον εμπροσθότυπο
  2. (ελληνιστική σημασία) η δημιουργία σκέπης με ασπίδες (επειδή ήταν κυρτές), για την προστασία από τη βροχή ή τα εχθρικά βέλη-ακόντια-πέτρες σε επίθεση

Δείτε επίσης

επεξεργασία