κουμπάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουμπάρα < κουμπάρος + -α < μεσαιωνική ελληνική κουμπάρος < βενετική compare / ιταλικά compare < λατινική compatrem, αιτιατική του compater < com- + pater
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουμπάρα θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασία- τις κουμπάρες θα παίξουμε; : για επιπόλαιη αντιμετώπιση ενός (σοβαρού) ζητήματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουμπάρα
|