ρουσφέτι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρουσφέτι | τα | ρουσφέτια |
γενική | του | ρουσφετιού | των | ρουσφετιών |
αιτιατική | το | ρουσφέτι | τα | ρουσφέτια |
κλητική | ρουσφέτι | ρουσφέτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρουσφέτι ουδέτερο
- (ειδικότερα) παροχή ή εξυπηρέτηση από κάποιο υπουργό ή βουλευτή σε οπαδούς, φίλους ή γνωστούς με αντάλλαγμα την υποστήριξή τους
- (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε εκδούλευση
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
«η διαβολή και το ρουσφέτι τούρκικα πράγματα»
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ρουσφέτι στη Βικιπαίδεια