ρουσφετολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ρουσφετολογικός < ρουσφετολογία + -ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ρουσφετολογικός
- που έχει σχέση με τη ρουσφετολογία ή τό ρουσφέτι ή αναφέρεται σ’ αυτά
- ※ «[…]εἰς συζητήσεις προσωπικὰς, μωρολογικὰς καὶ ρουσφετολογικὰς […]» (εφημερίδα Ακρόπολις, 30 Οκτωβρίου 1883)
- που γίνεται με σκοπό το ρουσφέτι, είναι ρουσφέτι ή υποκρύπτει ρουσφέτι
- ⮡ ρουσφετολογική τροπολογία
Συγγενικά
επεξεργασία- ρουσφετολογικά
- → δείτε τις λέξεις ρουσφετολογία, ρουσφέτι και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρουσφετολογικός
|