ρουσφετολογικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρουσφετολογικά < ρουσφετολογικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
ρουσφετολογικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρουσφετολογικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ρουσφετολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ρουσφετολογικός