↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρουσφετολόγος οι ρουσφετολόγοι
      γενική του ρουσφετολόγου των ρουσφετολόγων
    αιτιατική τον ρουσφετολόγο τους ρουσφετολόγους
     κλητική ρουσφετολόγε ρουσφετολόγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρουσφετολόγος < ρουσφετολογία + -ος[1] (αναδρομικός σχηματισμός) < τουρκική rüşvet < αραβική رشوة (rişwat, δωροδοκία)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾu.sfe.toˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρου‐σφε‐το‐λό‐γος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρουσφετολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία