πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρουσφετολόγος οι ρουσφετολόγοι
      γενική του ρουσφετολόγου των ρουσφετολόγων
    αιτιατική τον ρουσφετολόγο τους ρουσφετολόγους
     κλητική ρουσφετολόγε ρουσφετολόγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾu.sfe.toˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρουσφετολόγος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρουσφετολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία