ρουσφετολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρουσφετολογώ < ρουσφετολογία + -ώ
Ρήμα
επεξεργασίαρουσφετολογώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ρουσφετολογώ | ρουσφετολογούσα | θα ρουσφετολογώ | να ρουσφετολογώ | ρουσφετολογώντας | |
β' ενικ. | ρουσφετολογείς | ρουσφετολογούσες | θα ρουσφετολογείς | να ρουσφετολογείς | (ρουσφετολόγει) | |
γ' ενικ. | ρουσφετολογεί | ρουσφετολογούσε | θα ρουσφετολογεί | να ρουσφετολογεί | ||
α' πληθ. | ρουσφετολογούμε | ρουσφετολογούσαμε | θα ρουσφετολογούμε | να ρουσφετολογούμε | ||
β' πληθ. | ρουσφετολογείτε | ρουσφετολογούσατε | θα ρουσφετολογείτε | να ρουσφετολογείτε | ρουσφετολογείτε | |
γ' πληθ. | ρουσφετολογούν(ε) | ρουσφετολογούσαν(ε) | θα ρουσφετολογούν(ε) | να ρουσφετολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρουσφετολόγησα | θα ρουσφετολογήσω | να ρουσφετολογήσω | ρουσφετολογήσει | ||
β' ενικ. | ρουσφετολόγησες | θα ρουσφετολογήσεις | να ρουσφετολογήσεις | ρουσφετολόγησε | ||
γ' ενικ. | ρουσφετολόγησε | θα ρουσφετολογήσει | να ρουσφετολογήσει | |||
α' πληθ. | ρουσφετολογήσαμε | θα ρουσφετολογήσουμε | να ρουσφετολογήσουμε | |||
β' πληθ. | ρουσφετολογήσατε | θα ρουσφετολογήσετε | να ρουσφετολογήσετε | ρουσφετολογήστε | ||
γ' πληθ. | ρουσφετολόγησαν ρουσφετολογήσαν(ε) |
θα ρουσφετολογήσουν(ε) | να ρουσφετολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ρουσφετολογήσει | είχα ρουσφετολογήσει | θα έχω ρουσφετολογήσει | να έχω ρουσφετολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ρουσφετολογήσει | είχες ρουσφετολογήσει | θα έχεις ρουσφετολογήσει | να έχεις ρουσφετολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ρουσφετολογήσει | είχε ρουσφετολογήσει | θα έχει ρουσφετολογήσει | να έχει ρουσφετολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ρουσφετολογήσει | είχαμε ρουσφετολογήσει | θα έχουμε ρουσφετολογήσει | να έχουμε ρουσφετολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ρουσφετολογήσει | είχατε ρουσφετολογήσει | θα έχετε ρουσφετολογήσει | να έχετε ρουσφετολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ρουσφετολογήσει | είχαν ρουσφετολογήσει | θα έχουν ρουσφετολογήσει | να έχουν ρουσφετολογήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρουσφετολογώ
|