σύμμορφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σύμμορφος | η | σύμμορφη & σύμμορφος |
το | σύμμορφο |
γενική | του | σύμμορφου | της | σύμμορφης & συμμόρφου |
του | σύμμορφου |
αιτιατική | τον | σύμμορφο | τη | σύμμορφη & σύμμορφο |
το | σύμμορφο |
κλητική | σύμμορφε | σύμμορφη & σύμμορφε |
σύμμορφο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σύμμορφοι | οι | σύμμορφες & σύμμορφοι |
τα | σύμμορφα |
γενική | των | σύμμορφων | των | σύμμορφων & συμμόρφων |
των | σύμμορφων |
αιτιατική | τους | σύμμορφους | τις | σύμμορφες & συμμόρφους |
τα | σύμμορφα |
κλητική | σύμμορφοι | σύμμορφες & σύμμορφοι |
σύμμορφα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, συνηθίζονται σε ουσιαστικοποιημένα ή σε αρχαιοπρεπείς λέξεις.. | ||||||
Κατηγορία όπως «φυγόκεντρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σύμμορφος (νεολογισμός) < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σύμμορφος. Συγχρονικά αναλύεται σε σύμ- + -μορφος (μορφή)
- για τα μαθηματικά < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική conformal (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈsi.moɾ.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύμ‐μορ‐φος
Επίθετο επεξεργασία
σύμμορφος, -η / -ος, -ο
- ο ομοιόμορφος προς κάτι
- ↪ (μαθηματικά) σύμμορφη απεικόνιση: απεικόνιση η οποία διατηρεί την γωνία τομής
Συγγενικά επεξεργασία
→ δείτε και τη λέξη μορφή
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Conformal map στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
ΣτΕ: αναφέρεται μόνο ως μεταγενέστερο, και όχι νεότερο της καθαρεύουσας. Ως νεότερο τύπο δίνει το «συμμόρφωσις», «συμμορφοῦμαι». - Στο λεξικό του Κουμανούδη (καθαρεύουσας), υπάρχει στο επίρρημα «συμμόρφως» και το επίθετο «συμμορφωτικός»
- σελ. 946, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | σύμμορφος | τὸ | σύμμορφον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | συμμόρφου | τοῦ | συμμόρφου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | συμμόρφῳ | τῷ | συμμόρφῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | σύμμορφον | τὸ | σύμμορφον | ||
κλητική ὦ! | σύμμορφε | σύμμορφον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | σύμμορφοι | τὰ | σύμμορφᾰ | ||
γενική | τῶν | συμμόρφων | τῶν | συμμόρφων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | συμμόρφοις | τοῖς | συμμόρφοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | συμμόρφους | τὰ | σύμμορφᾰ | ||
κλητική ὦ! | σύμμορφοι | σύμμορφᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συμμόρφω | τὼ | συμμόρφω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συμμόρφοιν | τοῖν | συμμόρφοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σύμμορφος (ελληνιστική κοινή) < σύμ- + -μορφος (αρχαία ελληνική μορφή)
Επίθετο επεξεργασία
σύμμορφος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) ομοιόμορφος, με το ίδιο σχήμα
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις σύν και μορφή
Πηγές επεξεργασία
- σύμμορφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σύμμορφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.