↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μόρφωμα τα μορφώματα
      γενική του μορφώματος των μορφωμάτων
    αιτιατική το μόρφωμα τα μορφώματα
     κλητική μόρφωμα μορφώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μόρφωμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μόρφωμα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmoɾ.fo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μόρ‐φω‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μόρφωμα ουδέτερο

  1. ό,τι έχει λάβει πλέον μια οριστική μορφή μέσα σ' ένα σύνολο
  2. κοινωνικός σχηματισμός με κοινά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (συνήθως δεν ταυτίζεται απόλυτα με συγκεκριμένη κοινωνική τάξη, όμως προκύπτουν στατιστικοί συσχετισμοί)
    ⮡  Το νέο κόμμα αποτελεί ένα ιδιότυπο πολιτικό μόρφωμα.
  3. (ιατρική) σχηματισμός μέσα σε όργανο ή ιστό του οποίου ο ιστός που διαφέρει από τον περιβάλλοντα
    ⮡  μόρφωμα σφαιρικό κυστικό, μεγέθους μανταρινιού
    ⮡  μόρφωμα ακανόνιστο συμπαγές με μέγιστο μήκος 5 cm

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μορφή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μόρφωμᾰ τὰ μορφώμᾰτ
      γενική τοῦ μορφώμᾰτος τῶν μορφωμᾰ́των
      δοτική τῷ μορφώμᾰτ τοῖς μορφώμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ μόρφωμᾰ τὰ μορφώμᾰτ
     κλητική ! μόρφωμᾰ μορφώμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μορφώμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  μορφωμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα