Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μόρφωμα τα μορφώματα
      γενική του μορφώματος των μορφωμάτων
    αιτιατική το μόρφωμα τα μορφώματα
     κλητική μόρφωμα μορφώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μόρφωμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μόρφωμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μόρφωμα ουδέτερο

  1. ότι έχει λάβει πλέον μια οριστική μορφή
  2. κοινωνικός σχηματισμός με κοινά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (συνήθως δεν ταυτίζεται απόλυτα με συγκεκριμένη κοινωνική τάξη, όμως προκύπτουν στατιστικοί συσχετισμοί)
    το νέο κόμμα αποτελεί ένα ιδιότυπο πολιτικό μόρφωμα
  3. (ιατρική) σχηματισμός μέσα σε όργανο ή ιστό του οποίου ο ιστός που διαφέρει από τον περιβάλλοντα
    μόρφωμα σφαιρικό κυστικό, μεγέθους μανταρινιού
    μόρφωμα ακανόνιστο συμπαγές με μέγιστο μήκος 5 cm

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία