μόρφωμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μόρφωμα | τα | μορφώματα |
γενική | του | μορφώματος | των | μορφωμάτων |
αιτιατική | το | μόρφωμα | τα | μορφώματα |
κλητική | μόρφωμα | μορφώματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μόρφωμα < αρχαία ελληνική μόρφωμα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μόρφωμα ουδέτερο
- γενική ότι έχει λάβει πλέον μια οριστική μορφή
- κοινωνικός σχηματισμός με κοινά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (συνήθως δεν ταυτίζεται απόλυτα με συγκεκριμένη κοινωνική τάξη, όμως προκύπτουν στατιστικοί συσχετισμοί)
- (έχει καθιερωθεί να χρησιμοποιείται σχεδόν πάντα με αρνητική σημασία [εσφαλμένα])
- το νέο κόμμα αποτελεί ένα ιδιότυπο πολιτικό μόρφωμα
- (ιατρική) σχηματισμός μέσα σε όργανο ή ιστό του οποίου ο ιστός που διαφέρει από τον περιβάλλοντα
- μόρφωμα σφαιρικό κυστικό, μεγέθους μανταρινιού
- μόρφωμα ακανόνιστο συμπαγές με μέγιστο μήκος 5 cm
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μόρφωμα