μόρφωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μόρφωμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μόρφωμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmoɾ.fo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μόρ‐φω‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμόρφωμα ουδέτερο
- ό,τι έχει λάβει πλέον μια οριστική μορφή μέσα σ' ένα σύνολο
- κοινωνικός σχηματισμός με κοινά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (συνήθως δεν ταυτίζεται απόλυτα με συγκεκριμένη κοινωνική τάξη, όμως προκύπτουν στατιστικοί συσχετισμοί)
- ⮡ Το νέο κόμμα αποτελεί ένα ιδιότυπο πολιτικό μόρφωμα.
- (ιατρική) σχηματισμός μέσα σε όργανο ή ιστό του οποίου ο ιστός που διαφέρει από τον περιβάλλοντα
- ⮡ μόρφωμα σφαιρικό κυστικό, μεγέθους μανταρινιού
- ⮡ μόρφωμα ακανόνιστο συμπαγές με μέγιστο μήκος 5 cm
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη μορφή
Μεταφράσεις
επεξεργασία μόρφωμα
Πηγές
επεξεργασία- μόρφωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μόρφωμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μόρφωμᾰ | τὰ | μορφώμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | μορφώμᾰτος | τῶν | μορφωμᾰ́των |
δοτική | τῷ | μορφώμᾰτῐ | τοῖς | μορφώμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | μόρφωμᾰ | τὰ | μορφώμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | μόρφωμᾰ | μορφώμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μορφώμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μορφωμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
επεξεργασία- μόρφωμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μόρφωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.