manifold (en)

  1. ποικίλος
  2. πολλαπλός
    mathematics learning can take manifold paths
    η εκμάθηση των μαθηματικών μπορεί να λάβει πολλαπλά μονοπάτια
  3. πολύπλευρος

Ουσιαστικό

επεξεργασία