μορφώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /moɾˈfo.no.me/
Ρήμα
επεξεργασίαμορφώνομαι, π.αόρ.: μορφώθηκα, μτχ.π.π.: μορφωμένος, (ενεργ.: μορφώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος μορφώνω
μορφώνομαι, π.αόρ.: μορφώθηκα, μτχ.π.π.: μορφωμένος, (ενεργ.: μορφώνω)