Ετυμολογία

επεξεργασία
επιμορφώνω < επί + μορφώνω παθητική φωνή επιμορφώνομαι μετοχή παθ. παρακειμ. επιμορφωμένος

επιμορφώνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία