επιμορφώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιμορφώνω < επί + μορφώνω παθητική φωνή επιμορφώνομαι μετοχή παθ. παρακειμ. επιμορφωμένος
Ρήμα
επεξεργασίαεπιμορφώνω
- ανανεώνω και επικαιροποιώ τις γνώσεις κάποιου σε κάποιον τομέα.
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιμορφώνω | επιμόρφωνα | θα επιμορφώνω | να επιμορφώνω | επιμορφώνοντας | |
β' ενικ. | επιμορφώνεις | επιμόρφωνες | θα επιμορφώνεις | να επιμορφώνεις | επιμόρφωνε | |
γ' ενικ. | επιμορφώνει | επιμόρφωνε | θα επιμορφώνει | να επιμορφώνει | ||
α' πληθ. | επιμορφώνουμε | επιμορφώναμε | θα επιμορφώνουμε | να επιμορφώνουμε | ||
β' πληθ. | επιμορφώνετε | επιμορφώνατε | θα επιμορφώνετε | να επιμορφώνετε | επιμορφώνετε | |
γ' πληθ. | επιμορφώνουν(ε) | επιμόρφωναν επιμορφώναν(ε) |
θα επιμορφώνουν(ε) | να επιμορφώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιμόρφωσα | θα επιμορφώσω | να επιμορφώσω | επιμορφώσει | ||
β' ενικ. | επιμόρφωσες | θα επιμορφώσεις | να επιμορφώσεις | επιμόρφωσε | ||
γ' ενικ. | επιμόρφωσε | θα επιμορφώσει | να επιμορφώσει | |||
α' πληθ. | επιμορφώσαμε | θα επιμορφώσουμε | να επιμορφώσουμε | |||
β' πληθ. | επιμορφώσατε | θα επιμορφώσετε | να επιμορφώσετε | επιμορφώστε | ||
γ' πληθ. | επιμόρφωσαν επιμορφώσαν(ε) |
θα επιμορφώσουν(ε) | να επιμορφώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιμορφώσει | είχα επιμορφώσει | θα έχω επιμορφώσει | να έχω επιμορφώσει | ||
β' ενικ. | έχεις επιμορφώσει | είχες επιμορφώσει | θα έχεις επιμορφώσει | να έχεις επιμορφώσει | ||
γ' ενικ. | έχει επιμορφώσει | είχε επιμορφώσει | θα έχει επιμορφώσει | να έχει επιμορφώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιμορφώσει | είχαμε επιμορφώσει | θα έχουμε επιμορφώσει | να έχουμε επιμορφώσει | ||
β' πληθ. | έχετε επιμορφώσει | είχατε επιμορφώσει | θα έχετε επιμορφώσει | να έχετε επιμορφώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επιμορφώσει | είχαν επιμορφώσει | θα έχουν επιμορφώσει | να έχουν επιμορφώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιμορφώνω
|