επιμορφωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιμορφωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επιμορφώνομαι
Μετοχή επεξεργασία
επιμορφωμένος, -η, -ο
- που έχει επιμορφωθεί, που έχει παρακολουθήσει μια επιμόρφωση
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιμορφωμένος
|