Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιμορφωμένος η επιμορφωμένη το επιμορφωμένο
      γενική του επιμορφωμένου της επιμορφωμένης του επιμορφωμένου
    αιτιατική τον επιμορφωμένο την επιμορφωμένη το επιμορφωμένο
     κλητική επιμορφωμένε επιμορφωμένη επιμορφωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιμορφωμένοι οι επιμορφωμένες τα επιμορφωμένα
      γενική των επιμορφωμένων των επιμορφωμένων των επιμορφωμένων
    αιτιατική τους επιμορφωμένους τις επιμορφωμένες τα επιμορφωμένα
     κλητική επιμορφωμένοι επιμορφωμένες επιμορφωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιμορφωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επιμορφώνομαι

  Μετοχή επεξεργασία

επιμορφωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία