Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερυθρόμορφος η ερυθρόμορφη το ερυθρόμορφο
      γενική του ερυθρόμορφου της ερυθρόμορφης του ερυθρόμορφου
    αιτιατική τον ερυθρόμορφο την ερυθρόμορφη το ερυθρόμορφο
     κλητική ερυθρόμορφε ερυθρόμορφη ερυθρόμορφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερυθρόμορφοι οι ερυθρόμορφες τα ερυθρόμορφα
      γενική των ερυθρόμορφων των ερυθρόμορφων των ερυθρόμορφων
    αιτιατική τους ερυθρόμορφους τις ερυθρόμορφες τα ερυθρόμορφα
     κλητική ερυθρόμορφοι ερυθρόμορφες ερυθρόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερυθρόμορφος < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική red-figure, (αρχαία ελληνική ἐρυθρός ερυθρό- + -μορφος μορφή)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ɾiˈθɾo.moɾ.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ρυ‐θρό‐μορ‐φος

  Επίθετο επεξεργασία

ερυθρόμορφος, -η, -ο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία