Δείτε επίσης: ἐρυθρο-

Ετυμολογία

επεξεργασία

ερυθρο-, ερυθρό-, ερυθρ-

  1. (σε παρατακτικά σύνθετα επίθετα) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο παρουσιάζει ερυθρό χρώμα και το χρώμα του β' συνθετικού
    π.χ. ερυθρόλευκος (ερυθρός και λευκός, παράβαλε: γαλανόλευκος)
    π.χ. ερυθρόξανθος (ξανθός με ερυθρή απόχρωση, παράβαλε: πυρρόξανθος)
  2. (σε κτητικά σύνθετα επίθετα) δηλώνει ότι το β' συνθετικό έχει ερυθρό χρώμα
    π.χ. ερυθρόδερμος, ερυθρόρρυγχος, ερυθρόστερνος, ερυθρόφθαλμος
  3. που έχει σχέση με την ερυθρά ή υπέρυθρη ακτινοβολία
    π.χ. ερυθροθεραπεία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία