ερυθρο-
(Ανακατεύθυνση από ερυθρό-)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ερυθρο- < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική ἐρυθρο-[1] παράβαλε: κοκκινο-
Πρόθημα
επεξεργασία
ερυθρο-, ερυθρό-, ερυθρ-
- (σε παρατακτικά σύνθετα επίθετα) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο παρουσιάζει ερυθρό χρώμα και το χρώμα του β' συνθετικού
- π.χ. ερυθρόλευκος (ερυθρός και λευκός, παράβαλε: γαλανόλευκος)
- π.χ. ερυθρόξανθος (ξανθός με ερυθρή απόχρωση, παράβαλε: πυρρόξανθος)
- (σε κτητικά σύνθετα επίθετα) δηλώνει ότι το β' συνθετικό έχει ερυθρό χρώμα
- που έχει σχέση με την ερυθρά ή υπέρυθρη ακτινοβολία
- π.χ. ερυθροθεραπεία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ερυθρο-
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ερυθρο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας