ειδή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ειδή | ||
γενική | της | ειδής | ||
αιτιατική | την | ειδή | ||
κλητική | ειδή | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ειδή < εἶδος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαειδή θηλυκό, μόνο στον ενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ειδή
|