μετενέργεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μετενέργεια θηλυκό
- το να θεωρείται μια σύμβαση ότι είναι ενεργή ακόμα και μετά τη λήξη της
- (ειδικότερα) η νομοθετική πρόβλεψη για διατήρηση σε ισχύ των όρων μιας συλλογικής σύμβασης εργασίας για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, που ορίζεται από τον νόμο, μετά τη λήξη ή την καταγγελία της σύμβασης αυτής
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετενέργεια
|