énergie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαénergie < λατινικά energia < αρχαία ελληνική ἐνέργεια
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
énergie | énergies |
énergie (fr) θηλυκό
- η ενέργεια
énergie < λατινικά energia < αρχαία ελληνική ἐνέργεια
ενικός | πληθυντικός |
énergie | énergies |
énergie (fr) θηλυκό