Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.nɛʁ.ʒi.vɔʁ/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
énergivore énergivores

énergivore (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία