↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριτενέργεια οι τριτενέργειες
      γενική της τριτενέργειας των τριτενεργειών
    αιτιατική την τριτενέργεια τις τριτενέργειες
     κλητική τριτενέργεια τριτενέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριτενέργεια < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  . Μορφολογικά αναλύεται σε τριτ- (τρίτος) + ενέργεια

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾi.teˈneɾ.ʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρι‐τε‐νέρ‐γει‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τριτενέργεια θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) η ανάπτυξη ενέργειας έναντι τρίτων
  2. (νομικός όρος) η ισχύς των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων όχι μόνο έναντι του κράτους αλλά και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία