energio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | energio | energioj |
αιτιατική | energion | energiojn |
energio (eo)
- η ενέργεια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | energio | energioj |
αιτιατική | energion | energiojn |
energio (eo)