Ετυμολογία

επεξεργασία
αναλώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος αναλώνω

αναλώνομαι

  1. ξοδεύομαι χωρίς λόγο, σπαταλώ τις δυνάμεις μου σε κάτι που δεν αξίζει
    Μην αναλώνεσαι σε ανούσιους διαξιφισμούς, κοίτα την ουσία
  2. δαπανάται, ξοδεύεται
    Ολη η περιουσία του αναλώθηκε από ανήψια και μακροσυγγενείς
  3. καταναλώνεται
    Τα αβγά πρέπει να αναλώνονται μέχρι την ημερομηνία λήξης τους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία