αναλώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναλώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος αναλώνω
Ρήμα
επεξεργασίααναλώνομαι
- ξοδεύομαι χωρίς λόγο, σπαταλώ τις δυνάμεις μου σε κάτι που δεν αξίζει
- Μην αναλώνεσαι σε ανούσιους διαξιφισμούς, κοίτα την ουσία
- δαπανάται, ξοδεύεται
- Ολη η περιουσία του αναλώθηκε από ανήψια και μακροσυγγενείς
- καταναλώνεται
- Τα αβγά πρέπει να αναλώνονται μέχρι την ημερομηνία λήξης τους
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναλώνομαι | αναλωνόμουν(α) | θα αναλώνομαι | να αναλώνομαι | ||
β' ενικ. | αναλώνεσαι | αναλωνόσουν(α) | θα αναλώνεσαι | να αναλώνεσαι | (αναλώνου) | |
γ' ενικ. | αναλώνεται | αναλωνόταν(ε) | θα αναλώνεται | να αναλώνεται | ||
α' πληθ. | αναλωνόμαστε | αναλωνόμαστε αναλωνόμασταν |
θα αναλωνόμαστε | να αναλωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αναλώνεστε | αναλωνόσαστε αναλωνόσασταν |
θα αναλώνεστε | να αναλώνεστε | (αναλώνεστε) | |
γ' πληθ. | αναλώνονται | αναλώνονταν αναλωνόντουσαν |
θα αναλώνονται | να αναλώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναλώθηκα | θα αναλωθώ | να αναλωθώ | αναλωθεί | ||
β' ενικ. | αναλώθηκες | θα αναλωθείς | να αναλωθείς | αναλώσου | ||
γ' ενικ. | αναλώθηκε | θα αναλωθεί | να αναλωθεί | |||
α' πληθ. | αναλωθήκαμε | θα αναλωθούμε | να αναλωθούμε | |||
β' πληθ. | αναλωθήκατε | θα αναλωθείτε | να αναλωθείτε | αναλωθείτε | ||
γ' πληθ. | αναλώθηκαν αναλωθήκαν(ε) |
θα αναλωθούν(ε) | να αναλωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναλωθεί | είχα αναλωθεί | θα έχω αναλωθεί | να έχω αναλωθεί | αναλωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αναλωθεί | είχες αναλωθεί | θα έχεις αναλωθεί | να έχεις αναλωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναλωθεί | είχε αναλωθεί | θα έχει αναλωθεί | να έχει αναλωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναλωθεί | είχαμε αναλωθεί | θα έχουμε αναλωθεί | να έχουμε αναλωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναλωθεί | είχατε αναλωθεί | θα έχετε αναλωθεί | να έχετε αναλωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναλωθεί | είχαν αναλωθεί | θα έχουν αναλωθεί | να έχουν αναλωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναλώνομαι
|