Ετυμολογία

επεξεργασία
τρίβων < τρίβω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τρίβων οἱ τρίβωνες
      γενική τοῦ τρίβωνος τῶν τριβώνων
      δοτική τῷ τρίβων τοῖς τρίβωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν τρίβων τοὺς τρίβωνᾰς
     κλητική ! τρίβων τρίβωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τρίβωνε
γεν-δοτ τοῖν  τριβώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

τρίβων αρσενικό

Παράγωγα

επεξεργασία

  Επίθετο

επεξεργασία
ως επίθετο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / τρίβων οἱ/αἱ τρίβωνες
      γενική τοῦ/τῆς τρίβωνος τῶν τριβώνων
      δοτική τῷ/τῇ τρίβων τοῖς/ταῖς τρίβωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν τρίβων τοὺς/τὰς τρίβωνᾰς
     κλητική ! τρίβων τρίβωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τρίβωνε
γεν-δοτ τοῖν  τριβώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

τρίβων αρσενικό ή θηλυκό επίθετο διγενές μονοκατάληκτο

  1. έμπειρος σε κάτι άνθρωπος
  2. πανούργος, απατεώνας

Παράγωγα

επεξεργασία
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
τρῑβοντ-
ονομαστική τρίβων τρίβουσ τὸ τρῖβον
      γενική τοῦ τρίβοντος τῆς τριβούσης τοῦ τρίβοντος
      δοτική τῷ τρίβοντ τῇ τριβούσ τῷ τρίβοντ
    αιτιατική τὸν τρίβοντ τὴν τρίβουσᾰν τὸ τρῖβον
     κλητική ! τρίβων τρίβουσ τρῖβον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ τρίβοντες αἱ τρίβουσαι τὰ τρίβοντ
      γενική τῶν τριβόντων τῶν τριβουσῶν τῶν τριβόντων
      δοτική τοῖς τρίβουσῐ(ν) ταῖς τριβούσαις τοῖς τρίβουσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς τρίβοντᾰς τὰς τριβούσᾱς τὰ τρίβοντ
     κλητική ! τρίβοντες τρίβουσαι τρίβοντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τρίβοντε τὼ τριβούσ τὼ τρίβοντε
      γεν-δοτ τοῖν τριβόντοιν τοῖν τριβούσαιν τοῖν τριβόντοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «λύων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

τρίβων

Οι αντίστοιχες μετοχές, όπως στα σύνθετα του τρίβω όπως ενδεικτικά

Συγγενικά

επεξεργασία