τριβώνιον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τριβώνιον < αρχαία ελληνική τριβώνιον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾiˈvo.ni.on/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐βώ‐νι‐ον
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριβώνιον ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία τριβώνιον
|
Πηγές
επεξεργασία- τριβώνιον - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | τριβώνιον | τὰ | τριβώνιᾰ |
γενική | τοῦ | τριβωνίου | τῶν | τριβωνίων |
δοτική | τῷ | τριβωνίῳ | τοῖς | τριβωνίοις |
αιτιατική | τὸ | τριβώνιον | τὰ | τριβώνιᾰ |
κλητική ὦ! | τριβώνιον | τριβώνιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τριβωνίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τριβωνίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατριβώνιον ουδέτερο
- υποκοριστικό του τρίβων, μικρό ιμάτιο
Πηγές
επεξεργασία- τριβώνιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τριβώνιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.