τρίβωνας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τρίβωνας | οι | τρίβωνες |
γενική | του | τρίβωνα | των | τριβώνων |
αιτιατική | τον | τρίβωνα | τους | τρίβωνες |
κλητική | τρίβωνα | τρίβωνες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρίβωνας < αρχαία ελληνική τρίβων
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈtɾi.vo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρί‐βω‐νας
Ουσιαστικό επεξεργασία
τρίβωνας αρσενικό
- (ενδυμασία)
- ράσο, δείγμα ασκητισμού
- παλιό και φθαρμένο παλτό
Μεταφράσεις επεξεργασία
τρίβωνας
|
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- τρίβωνας - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)