ασκητισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασκητισμός < ασκητής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαασκητισμός αρσενικό
- η επιδίωξη της ψυχικής τελειότητας με καθυπόταξη των φυσικών ορμών και καταπόνηση του σώματος
- (μτφ.) ζωή στερημένη, χωρίς υλικές χαρές