Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τριβείο τα τριβεία
      γενική του τριβείου των τριβείων
    αιτιατική το τριβείο τα τριβεία
     κλητική τριβείο τριβεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριβείο < ελληνιστική τρίβω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τριβείο ουδέτερο

  1. (μηχανολογία): χειροκίνητο εργαλείο, ή ηλεκτρική συσκευή απόξεσης ή λείανσης
  2. μηχανικό συγκρότημα τριβής ή σύνθλιψης, όπως π.χ. ελαιοτριβείο

  Μεταφράσεις επεξεργασία