Δείτε επίσης: εντριβής, ἐντριβής
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εντριβή οι εντριβές
      γενική της εντριβής των εντριβών
    αιτιατική την εντριβή τις εντριβές
     κλητική εντριβή εντριβές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εντριβή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.