Δείτε επίσης: εντριβής, ἐντριβής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εντριβή οι εντριβές
      γενική της εντριβής των εντριβών
    αιτιατική την εντριβή τις εντριβές
     κλητική εντριβή εντριβές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εντριβή < αρχαία ελληνική ἐντρίβω + < ἐν + τρίβω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *terh₁-[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /en.dɾiˈvi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εντριβή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.