massage
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- massage < (άμεσο δάνειο) γαλλική massage
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmassage (en)
- το μασάζ
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
massage | massages |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmassage (fr) αρσενικό
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη masser