↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ τέρετρον τὰ τέρετρ
      γενική τοῦ τερέτρου τῶν τερέτρων
      δοτική τῷ τερέτρ τοῖς τερέτροις
    αιτιατική τὸ τέρετρον τὰ τέρετρ
     κλητική ! τέρετρον τέρετρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τερέτρω
γεν-δοτ τοῖν  τερέτροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τέρετρον < τείρω + -τρον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τέρετρον, -ου ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία