ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ τερέτριον τὰ τερέτρι
      γενική τοῦ τερετρίου τῶν τερετρίων
      δοτική τῷ τερετρί τοῖς τερετρίοις
    αιτιατική τὸ τερέτριον τὰ τερέτρι
     κλητική ! τερέτριον τερέτρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τερετρίω
γεν-δοτ τοῖν  τερετρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τερέτριον (ελληνιστική κοινή) < τέρετρ(ον) + υποκοριστικό επίθημα -ιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τερέτριον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)