↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μέτρησῐς αἱ μετρήσεις
      γενική τῆς μετρήσεως τῶν μετρήσεων
      δοτική τῇ μετρήσει ταῖς μετρήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν μέτρησῐν τὰς μετρήσεις
     κλητική ! μέτρησῐ μετρήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μετρήσει
γεν-δοτ τοῖν  μετρησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μέτρησις < μετρέω / μετρῶ, μετρη- + -σις (-ησις)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μέτρησις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία