-μετρητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -μετρητής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -μετρητής < αρχαία ελληνική μετρητής[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.tɾiˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -με‐τρη‐τής
Επίθημα
επεξεργασία-μετρητής αρσενικό
- β′ συνθετικό ουσιαστικών το οποίο αναφέρεται σε όργανο το οποίο πραγματοποιεί μέτρηση
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-μετρητής" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -μετρητής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)