↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -μέτρηση οι -μετρήσεις
      γενική της -μέτρησης* των -μετρήσεων
    αιτιατική τη(ν) -μέτρηση τις -μετρήσεις
     κλητική -μέτρηση -μετρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, -μετρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-μέτρηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -μέτρησις < μετρῶ + -σις[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈme.tɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -μέ‐τρη‐ση

  Επίθημα

επεξεργασία

-μέτρηση θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • -μέτρησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)