σφυγμομέτρηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σφυγμομέτρηση | οι | σφυγμομετρήσεις |
γενική | της | σφυγμομέτρησης* | των | σφυγμομετρήσεων |
αιτιατική | τη | σφυγμομέτρηση | τις | σφυγμομετρήσεις |
κλητική | σφυγμομέτρηση | σφυγμομετρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σφυγμομετρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασφυγμομέτρηση θηλυκό
- (ιατρική) η μέτρηση των σφυγμών (των καρδιακών παλμών)
- (πολιτική, στατιστική, μεταφορικά) η έρευνα καταμέτρησης τάσεων και διαθέσεων της κοινής γνώμης επί συγκεκριμένου θέματος ιδιαίτερου ενδιαφέροντος π.χ. επί πολιτικής εκλογής, δημοψηφίσματος, εμπορικών προϊόντων κ.λπ. που διενεργείται με ερωτηματολόγια.
Σημειώσεις
επεξεργασία- ο όρος αποδίδεται κατά τον αντίστοιχο αγγλικό όρο poll που πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1902 στις ΗΠΑ
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 972, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- σφυγμομέτρηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σφυγμομέτρηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)