Δείτε επίσης: γκαλόπ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γκάλοπ < (άμεσο δάνειο) αγγλική gallup (poll) < από τον αμερικανό στατιστικολόγο George H. Gallup

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γκάλοπ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία