↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιπομέτρηση οι λιπομετρήσεις
      γενική της λιπομέτρησης* των λιπομετρήσεων
    αιτιατική τη λιπομέτρηση τις λιπομετρήσεις
     κλητική λιπομέτρηση λιπομετρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λιπομετρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιπομέτρηση < λίπος + μέτρηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιπομέτρηση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία