↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελλιποβαρής η ελλιποβαρής το ελλιποβαρές
      γενική του ελλιποβαρούς* της ελλιποβαρούς του ελλιποβαρούς
    αιτιατική τον ελλιποβαρή την ελλιποβαρή το ελλιποβαρές
     κλητική ελλιποβαρή(ς) ελλιποβαρής ελλιποβαρές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελλιποβαρείς οι ελλιποβαρείς τα ελλιποβαρή
      γενική των ελλιποβαρών των ελλιποβαρών των ελλιποβαρών
    αιτιατική τους ελλιποβαρείς τις ελλιποβαρείς τα ελλιποβαρή
     κλητική ελλιποβαρείς ελλιποβαρείς ελλιποβαρή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ελλιποβαρής < ελλιπής + -ο- + βάρος + -ής < αρχαία ελληνική ἐλλιπής (< ἐλλείπω) + βάρος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.li.po.vaˈris/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ελ‐λι‐πο‐βα‐ρής

  Επίθετο

επεξεργασία

ελλιποβαρής, -ής, -ές

  • ελλιποβαρήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: ελλιποβαρής

  Μεταφράσεις

επεξεργασία