measurement
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
measurement | measurements |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
measurement (en)
- μέτρηση, καταμέτρηση, επιμέτρηση
- (λογιστική) η επιμέτρηση, η αποτίμηση
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
measurement στην αγγλική Βικιπαίδεια