measurement
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
measurement | measurements |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmeʒ.ə.mənt/
- ΔΦΑ : /ˈmeʒ.ɚ.mənt/ (αμερικανικό)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmeasurement (en)
- μέτρηση, καταμέτρηση, επιμέτρηση
- (λογιστική) η επιμέτρηση, η αποτίμηση
Δείτε επίσης
επεξεργασία- measurement στην αγγλική Βικιπαίδεια