Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαθμονομώ < βαθμός + -νομώ < νέμω (=διανέμω, μοιράζω)

  Ρήμα επεξεργασία

βαθμονομώ (παθητική φωνή: βαθμονομούμαι)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία