Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναβαθμολογώ < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

αναβαθμολογώ

  • βαθμολογώ εκ νέου, ιδίως επειδή οι προηγούμενες βαθμολογίες από διαφορετικούς βαθμολογητές είχαν μεγάλη διαφορά μεταξύ τους

  Μεταφράσεις επεξεργασία