εκατοντάβαθμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκατοντάβαθμος < εκατοντα- + βαθμός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική centigrade[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ka.tonˈda.vaθ.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κα‐το‐ντά‐βαθ‐μος
Επίθετο
επεξεργασίαεκατοντάβαθμος, -η, -ο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εκατοντάβαθμος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εκατοντάβαθμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας