Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἑκατόβαθμος < ἑκατόν + βαθμός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.kaˈto.vaθ.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐κα‐τό‐βαθ‐μος

  Επίθετο επεξεργασία

ἑκατόβαθμος, -η, -ον