Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐγκάτοικος < ελληνιστική κοινή ἐγκάτοικος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐγκάτοικος, -ος, -ον



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐγκάτοικος τὸ ἐγκάτοικον
      γενική τοῦ/τῆς ἐγκατοίκου τοῦ ἐγκατοίκου
      δοτική τῷ/τῇ ἐγκατοίκ τῷ ἐγκατοίκ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐγκάτοικον τὸ ἐγκάτοικον
     κλητική ! ἐγκάτοικε ἐγκάτοικον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐγκάτοικοι τὰ ἐγκάτοικ
      γενική τῶν ἐγκατοίκων τῶν ἐγκατοίκων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐγκατοίκοις τοῖς ἐγκατοίκοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐγκατοίκους τὰ ἐγκάτοικ
     κλητική ! ἐγκάτοικοι ἐγκάτοικ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐγκατοίκω τὼ ἐγκατοίκω
      γεν-δοτ τοῖν ἐγκατοίκοιν τοῖν ἐγκατοίκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐγκάτοικος < ἐγκατοικ(έω) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐγκάτοικος, -ος, -ον