αδιαβάθμητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδιαβάθμητος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική unclassified
Επίθετο
επεξεργασίααδιαβάθμητος, -η, -ο
- που δεν είναι διαβαθμισμένος, που δεν είναι χαρακτηρισμένος σαν απόρρητος ή εμπιστευτικός και άρα μπορεί να κοινοποιηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδιαβάθμητος
|