Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαβαθμισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαβαθμισμέν
ος
η
διαβαθμισμέν
η
το
διαβαθμισμέν
ο
γενική
του
διαβαθμισμέν
ου
της
διαβαθμισμέν
ης
του
διαβαθμισμέν
ου
αιτιατική
τον
διαβαθμισμέν
ο
τη
διαβαθμισμέν
η
το
διαβαθμισμέν
ο
κλητική
διαβαθμισμέν
ε
διαβαθμισμέν
η
διαβαθμισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαβαθμισμέν
οι
οι
διαβαθμισμέν
ες
τα
διαβαθμισμέν
α
γενική
των
διαβαθμισμέν
ων
των
διαβαθμισμέν
ων
των
διαβαθμισμέν
ων
αιτιατική
τους
διαβαθμισμέν
ους
τις
διαβαθμισμέν
ες
τα
διαβαθμισμέν
α
κλητική
διαβαθμισμέν
οι
διαβαθμισμέν
ες
διαβαθμισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαβαθμισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
διαβαθμίζω
Μετοχή
επεξεργασία
διαβαθμισμένος, -η, -ο
που έχει
διαβαθμιστεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαβαθμισμένος
αγγλικά
:
gradient
(en)
γαλλικά
:
classé
(fr)
,
classifié
(fr)